-
1 onset
αρχή -
2 outset
αρχή -
3 principle
αρχή -
4 principle
['prinsəpəl]1) (a general truth, rule or law: the principle of gravity.) αρχή,νόμος2) (the theory by which a machine etc works: the principle of the jet engine.) αρχή(λειτουργίας)•- in principle
- on principle -
5 Empire
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Empire
-
6 Head
subs.P. and V. κεφαλή, ἡ, V. κορυφή. ἡ (Eur., Or. 6; also Xen. but rare P.), κάρα, τό, acc. also κρᾶτα, τόν, gen. κρατός, τοῦ, dat. Ar. and V. κρατί, τῷ.With two heads, adj.: V. ἀμφίκρανος.With three heads: V. τρίκρανος, Ar. τρικέφαλος.With a hundred heads: V. ἑκατογκάρανος, Ar. ἑκατογκέφαλος.With many heads: P. πολυκέφαλος.On my head let the interference fall: Ar. πολυπραγμοσύνη νυν εἰς κεφαλὴν τρέποιτʼ ἐμοί (Ach. 833).Why do you say things that I trust heaven will make recoil on the heads of you and yours? P. τί λέγεις ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κεφαλήν; (Dem. 322).Bringing curse on a person's head, adj.: V. ἀραῖος (dat. of person) (also Plat. but rare P.).Put a price on a person's head: P. χρήματα ἐπικηρύσσειν (dat. of person).They put price on their heads: P. ἐπανεῖπον ἀργύριον τῷ ἀποκτείναντι (Thuc. 6, 60).He put a price upon his head: V. χρυσὸν εἶφʼ ὃς ἂν κτάνῃ (Eur., El. 33).Come into one's head, v.: see Occur.Do whatever comes into one's head: P. διαπράσσεσθαι ὅτι ἂν ἐπέλθῃ τινί (Dem. 1050).Turn a person's head: P. and V. ἐξιστάναι (τινά).Head of a arrow, subs.: V. γλωχίς, ἡ.Head of a spear: P. and V. λογχή. ἡ (Plat.).Headland: headland.Projecting point of anything: P. τὸ πρόεχον.Come to a head, v. intrans.: of a sore, P. ἐξανθεῖν; met., P. and V. ἐξανθεῖν, V. ἐκζεῖν, ἐπιζεῖν, P. ἀκμάζειν.Ignorance of the trouble gathering and coming to a head: P. ἄγνοια τοῦ συνισταμένου καὶ φυομένου κακοῦ (Dem. 245).Make head against, v.: see Resist.Heads of a discourse. etc., subs.: P. κεφάλαια, τά.Chief place: P. and V. ἀρχή, ἡ. P. ἡγεμονία, ἡ.At the head of, in front of, prep.: P. and V. πρό (gen.).Superintending: P. and V. ἐπί (dat.).Be at the head of: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.), προστατεῖν (gen.) (Plat.), Ar. and P. προΐστασθαι (gen.).Those at the head of affairs: P. οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι.——————adj.Principal: P. and V. πρῶτος.Supreme: P. and V. κύριος.——————v. trans.Be leader of: P. ἡγεῖσθαι (dat. of person, gen. of thing), Ar. and P. προΐστασθαι (gen. of person).Lead the way: P. and V. ἡγεῖσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Head
-
7 Principality
subs.Kingdom: P. and V. ἀρχή, ἡ.Supreme power: P. and V. ἀρχή, ἡ, κράτος, τό, V. σκῆπρα, τά, θρόνοι, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Principality
-
8 Starting point
subs.P. and V. ἀφορμή, ἡ.Starting point in a race: (also met.), Ar. and V. βαλβίς, ἡ, P. ὕσπληξ, ἡ.Come to the point whence starts the sorrow of your life: V. ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου (Eur., Med. 1245).Beginning: P. and V. ἀρχή, ἡ.Source: P. and V. ἀρχή, ἡ. πηγή, ἡ (Plat.), ῥίζα, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Starting point
-
9 all through
1) (from beginning to end of: The baby cried all through the night.) απ' την αρχή έως το τέλος, σ' ολόκληρο2) (in every part of: Road conditions are bad all through the country.) παντού, απ' άκρη σ' άκρη, σ' ολόκληρο -
10 at first
(at the beginning: At first I didn't like him.) στην αρχή -
11 bad start
(to start well or badly in a race, business etc.) κάνω καλή/κακή αρχή -
12 beginning
noun αρχή -
13 flyleaf
noun (a blank page at the beginning or end of a book.) λευκό φύλλο(στην αρχή και στο τέλος βιβλίου) -
14 from the word go
(from the very beginning.) από την αρχή -
15 frontispiece
(a picture at the very beginning of a book.) εικονογράφηση στην αρχή βιβλίου -
16 get off to a good
(to start well or badly in a race, business etc.) κάνω καλή/κακή αρχή -
17 hairline
noun (the line along the forehead where the hair begins to grow.) αρχή των μαλλιών -
18 indent
-
19 indentation
[inden-]1) (a V-shaped cut (in the edge or outline of an object).) οδόντωση2) (an indent.) διάστημα στην αρχή παραγράφου3) (a deep inward curve in a coastline.) δαντέλα -
20 initially
adverb (at the beginning; at first: This project will cost a lot of money initially but will eventually make a profit.) στην αρχή,αρχικά
См. также в других словарях:
ἁρχή — ἀρχή , ἀρχή beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρχή — (arche) (греч.) начало. см. Архе. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἀρχῇ — ἀρχή beginning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχή — beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχή — η 1. έναρξη, αφετηρία τοπική ή χρονική: Βρίσκεται στην αρχή της σταδιοδρομίας του. – Είμαστε στην αρχή του δρόμου. 2. η πρώτη αιτία, αφορμή: Αυτή ήταν η αρχή του κακού. 3. θεμελιακός ηθικός κανόνας: Αυτό είναι αντίθετο με τις αρχές μου. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek
Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα — Ιδρύθηκε το 1997 ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με δικό της προϋπολογισμό και γραμματεία. Αποστολή της είναι η εποπτεία της εφαρμογής του νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρόεδρός της είναι ανώτατος δικαστικός … Dictionary of Greek
Αρχή της σχετικότητας του Γαλιλαίου — Στο Διάλογο των μέγιστων συστημάτων ο Γαλιλαίος εκθέτει έτσι την αρχή αυτή: «Κλειστείτε με κάποιο φίλο σας στο μεγαλύτερο θάλαμο που υπάρχει κάτω από το κατάστρωμα ενός μεγάλου πλοίου και κατόπιν πάρετε μύγες, πεταλούδες και άλλα όμοια ιπτάμενα… … Dictionary of Greek
ἄρχῃ — ἄρχω to be first pres subj mp 2nd sg ἄρχω to be first pres ind mp 2nd sg ἄρχω to be first pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμολογική αρχή — Αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι θέσεις μέσα στο σύμπαν είναι ισοδύναμες. Η αρχή αυτή αποτελεί τη βάση της σύγχρονης κοσμολογίας και αποτελεί ακραία έκφραση της άποψης του Κοπέρνικου ότι η Γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος. Αν αγνοηθούν… … Dictionary of Greek
ακροφωνίας, αρχή της- — Αρχή, στην οποία στηρίχτηκε η μετατροπή της ιδεογραφικής και συλλαβικής γραφής σε αλφαβητική. Βλ. λ. γραφή … Dictionary of Greek